Η μονοκαλλιέργεια της ελιάς και η εκτεταμένη παραγωγή και επεξεργασία του λαδιού κατά τον 19ο αιώνα, αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη και εξέλιξη και του επαγγέλματος του σαπωνοποιού. Μυθολογικά, η τοπική (προφορική) παράδοση συνδέει την πρώτη δημιουργία σαπουνιού, με τη Σαπφώ, η οποία λέγεται ότι ανακάλυψε τυχαία την καθαριστική ιδιότητα του σαπουνιού, όταν σε ένα ταξίδι με πλοίο, χύθηκε λάδι στο κατάστρωμα και αναμίχθηκε με στάχτη (για τον καθαρισμό του καταστρώματος), και με το παχύρευστο υγρό που δημιουργήθηκε, η Σαπφώ έπλυνε τα πιάτα!
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλές περιοχές της Λέσβου δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και επεξεργασία του σαπουνιού: Μυτιλήνη, Πέραμα Γέρας, Πλωμάρι, Παναγιούδα, Ασπροπόταμος Μανταμάδου, Πολυχνίτος, Μόλυβος, Πέτρα, Αγιάσος. Την περίοδο αυτή, η παραγωγή άγγιζε περίπου τους 11.000 τόνους σαπουνιού, με κύριους εξαγωγικούς προορισμούς: την Αττάλεια, τη Σμύρνη την Κωνσταντινούπολη, περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, την Οδησσό και τη Βάρνα.
Το 1911 λειτουργούσαν στο Πλωμάρι τα ακόλουθα σαπωνοποιεία: Ι. Ε. Αθανασιάδου & Υιών / Α. Τραγάκη / Δημητρίου Παπουτσάνη / Ιωάννου Δημ. Πούλια / Δημ. Γεωργαντέλη / Αδελφών Π. Μαμακέλη / Ι. Π. Ξυπτερά / Αλκαίου Π. Μεταξά (εργοστάσιο αρωματικών σαπουνιών).
Το σαπωνοποιείο του Ι. Πούλια στο Πλωμάρι της Λέσβου (όπου σήμερα φιλοξενείται το Πολύκεντρο Πλωμαρίου), χτίστηκε περίπου το 1880, από την οικογένεια του Ιωάννη Πούλια (γεν. 1866), πλούσιου εμπόρου της εποχής εκείνης. Αποτελείται από δύο κτίρια ενωμένα μεταξύ τους, ένα διώροφο αρχικά και ένα τριώροφο στη συνέχεια (μεγαλύτερο από το αρχικό κτίριο). Οι πόρτες εισόδου ήταν συμπαγείς, ξύλινες, βαριάς κατασκευής και εξωτερικά είχαν ξύλινες «φάλκες», που προστάτευαν το κτήριο σε περίπτωση πλημμύρας του ποταμού Σεδούντα, που βρίσκεται δίπλα στο κτήριο. Ο Ι. Πούλιας ανέλαβε τη διεύθυνση του σαπωνοποιείου, περίπου από το 1889. Η εξαγωγή του σαπουνιού που παρήγαγε, κατευθύνονταν κυρίως προς τις αγορές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το 1899 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Αθανασιάδου και απέκτησαν συνολικά πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες. Ήταν κοσμοπολίτης και ζούσε «ευρωπαϊκά», σε ένα σπίτι αστικής αρχιτεκτονικής ακολουθώντας τις Ευρωπαϊκές και τις Σμυρναίικες τάσεις της μόδας, σε ζητήματα ένδυσης, υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού και γενικότερα αστικού τρόπου ζωής.