Από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα η «καθιέρωση» της μονοκαλλιέργεια της ελιάς προσέφερε σε μεγάλη επάρκεια την απαραίτητη πρώτη ύλη για την ανάπτυξη της ελαιουργικής βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι άρχισαν σταδιακά οι επενδύσεις σε μονάδες βιομηχανικής επεξεργασίας του καρπού της ελιάς και των παραγώγων του (ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, πυρηνεργοστάσια). Με την εισαγωγή του ατμού στις τεχνικές επεξεργασίας η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά τόσο ποιοτικά, όσο και ποσοτικά.
Η ατμοκίνητη βιομηχανική δραστηριότητα αναπτύχθηκε κυρίως σε άμεση συνάρτηση με τις ελαιοπαραγωγικές περιοχές του νησιού (Μυτιλήνη, Πάμφιλα, Πλωμάρι, Πέραμα της Γέρας, Αγιάσος, Πολιχνίτος κ.α.). Βέβαια, ελαιοτριβεία υπάρχουν (σχεδόν) σε κάθε κοινότητα και κωμόπολη του νησιού.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, ο Ρόμπερτ Άτκινσον (Άγγλος υπήκοος, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1890, ανέλαβε και τη θέση του Άγγλου υποπρόξενου της Λέσβου), μαζί με τον αδερφό του Φρέντερικ, προερχόμενοι από τη Σμύρνη εγκαταστάθηκαν στη Σκάλα των Παμφίλων και δημιούργησαν ένα (από τα πρώτα) βιομηχανικά συγκροτήματα τριών ειδών κτιρίων (ατμοκίνητο ελαιοτριβείο/πυρηνελαιουργείο, παρασκευής διθειάνθρακα και σαπωνοποιείο). Η τοιχοποιία του συγκροτήματος έφερε πέτρες από το νησί Σαρμουσάκ της Μ. Ασίας και η καμινάδα του πέτρες από τη Μάλτα. Τα μηχανήματα τα αγόρασε από τη Σμύρνη, από το εργοστάσιο του Δ. Ισηγόνη και ήταν Αγγλικού τύπου. Φαίνεται να απασχόλησε το σύνολο του ενεργού εργατικού δυναμικού των Παμφίλων, αλλά και των κοντινών χωριών, κατά τη διάρκεια της οικοδομικής δραστηριότητας του συγκροτήματος (1878).
Το 1913, αφού η Λέσβος έφτασε στο απόγειο της οικονομικής της προόδου υπό τουρκική διοίκηση και ένα χρόνο μετά την ένωσή της με το Ελληνικό Κράτος, η ελληνική αναφορά του Σοφιανόπουλου σχετικά με τη βιομηχανική δραστηριότητα καταγράφει 113 ελαιοτριβεία και 79 μύλους (με πρωτόγονα μέσα), 6 εργοστάσια επεξεργασίας πυρήνας, 42 σαπωνοποιίες, 2 αλευροβιομηχανίες ατμοκίνητες, 6 ατμοκίνητους αλευρόμυλους και 7 πετρελαιοκίνητους.