Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στον μονομερή προσανατολισμό της Λεσβιακής οικονομίας στην ελαιοκαλλιέργεια, συνέβαλαν επιπλέον οι ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές συγκυρίες και ειδικότερα η παγκοσμιοποίηση του δυτικοευρωπαϊκού εμπορίου που συντελείται την περίοδο αυτή. Στην κατεύθυνση αυτή, συνέβαλε επίσης και ο καταστροφικός χειμώνας του 1850-51 (το επονομαζόμενο «Κάη»), που αποτέλεσε το έναυσμα για την επέκταση και εντατικοποίηση της ελαιοκαλλιέργειας, με την εισαγωγή νέων ποικιλιών στο νησί.
«…”Κάη” ονομάστηκε από το λαό του νησιού μας, τότε η καταραμένη εκείνη χρονιά του 1850 γιατί πραγματικά “κάηκε” το νησί μας από τη μια άκρη του σαν να πέρασε φωτιά… Η καταστροφή του νησιού ήταν αφάνταστη. Προ πάντων γιατί ξεραθήκανε όλα τα λιόδεντρα. Πολλοί από διάφορα χωριά ζήτησαν σωτηρία στην ξενιτειά. Έφυγαν στην Ανατολή, την Πόλη, την Αίγυπτο κ.λ.π. Όσοι έμειναν, άρχισαν πάλι να ξανασταίνουν τα καμένα λιοκτήματα με υπομονή και μόχθο πολύ…» (βλ. Κώστας Αναστ. Τσέλεκας, «Το χωριό μου η Βρίσα Λέσβου», Αθήνα, Νοέμβριος, 1982: 237-238).
Οι Λέσβιοι γαιοκτήμονες, που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις ελαιοκαλλιεργειών, μίσθωναν «(ν)ταϊφάδες» (δηλαδή συνεργεία), για το έργο της συλλογής του καρπού, που διαρκούσε από το φθινόπωρο, μέχρι και την άνοιξη. Ο «(ν)ταϊφάς» συμπεριελάμβανε άντρες («ραβδιστές») και γυναίκες («μαζώχτρες»). Όπως αναφέρει ο Χ. Μουτζούρης: «Νταϊφάς λεγόταν τα άτομα που μάζευαν…Ο πατέρας μου έκανε τον τσεχαγιά [κεχαγιά] μέσα στον νταϊφά, εκεί που δούλευε σ’ έναν Μιλτιάδη Ξιφτερά, δηλαδή ήταν επικεφαλής των άλλων εργατών…Το μεροκάματο [τη δεκαετία του 1940] ήταν δέκα δραχμές του πατέρα μου [ο οποίος ήταν και «ραβδιστής»], πέντε της μητέρας μου [η οποία ήταν «μαζώχτρα»] και πέντε δραχμές έπαιρνε που μετά το ράβδισμα κατέβαινε μια στράτα στο εργοστάσιο. Δεν έφταναν τα χρήματα…[Άλλοι γαιοκτήμονες παίρναν εργάτες από το χωριό τους] αλλά άλλοι παίρναν από ‘δω, παίρναν από άλλα μέρη, απ’ την Πλαγιά [Λέσβου], έρχονταν και ξένοι, από το βόρειο μέρος [της Λέσβου], από την Άγρα [Λέσβου, δυτικό μέρος] και άλλα μέρη». (βλ. Συνέντευξη: Μουτζούρη Χρήστου, 26/2/1996, στο Πλωμάρι Λέσβου, Ερευνητικό πρόγραμμα «Κιβωτός του Αιγαίου»).
Το «μάζωμα» του καρπού της ελιάς απασχολούσε το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της Λέσβου, ιδιαίτερα στο βορειο-ανατολικό της τμήμα, όπου η ελιά αποτελούσε μονοκαλλιέργεια. Οι περισσότεροι εργάτες ήταν ακτήμονες ή είχαν πολύ μικρά ελαιοκτήματα, που επαρκούσαν μόλις για την παραγωγή λαδιού για οικιακή χρήση. Επιπλέον, τα μεροκάματα ήταν πολύ μικρά και σήμαιναν ολοήμερη απασχόληση. Οι αμοιβές πληρώνονταν συνήθως σε λάδι, ιδιαίτερα μέχρι το 1950, δηλαδή σ’ όλη την περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της κυριαρχίας της μεγάλης γαιοκτησίας, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να ζει στο επίπεδο της ένδειας.
Το σύνολο των εργατών που απασχολούσε ένας γαιοκτήμονας «στις ελιές», οργανωνόταν σε ένα «ταϊφά» («συνεργείο» – ομάδα εργασίας). Η συμφωνία και οι προσλήψεις «έκλειναν» με τον ιδιοκτήτη, στις 26 Οκτωβρίου, στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου. Το ελαιομάζωμα πολλές χρονιές διαρκούσε μέχρι (και) το Μάρτιο και την μέρα που ολοκληρωνόταν, οι γαιοκτήμονες οργάνωναν μια μικρή γιορτή στα κτήματα προς τιμήν των εργατών, με λουκουμάδες, ποτό, μουσική και χορό, που ονομαζόταν «γλυτώματα» (επειδή τελείωναν – «γλύτωναν» από τις ελιές).
Το κλάδεμα της ελιάς απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση και το έκαναν οι κλαδευτές, που ήταν συνήθως αγρότες ή είχαν παράλληλα και κάποια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, αφού ήταν εποχιακή εργασία. Σήμερα το κλάδεμα των ελαιόδεντρων αναλαμβάνουν οργανωμένα συνεργεία με μηχανικά μέσα.